οπωπή

οπωπή
ὀπωπή, ἡ (Α)
1. θέα, βλέμμα («ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς» — όπως είδες, Ομ. Οδ.)
2. η εξωτερική όψη, η εμφάνιση
3. η αίσθηση τής όρασης
4. ο βολβός τού οφθαλμού
5. οφθαλμός, μάτι («μελαινομένῃσιν ὀπωπαῑς», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον παρακμ. ὄπωπα* (πρβλ. ὄδωδα: ὀδωδή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀπωπῇ — ὀπωπή a sight fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπωπή — a sight fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπωπαῖς — ὀπωπή a sight fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπωπαί — ὀπωπή a sight fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπωπᾶς — ὀπωπή a sight fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπωπῆς — ὀπωπή a sight fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπωπήν — ὀπωπή a sight fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδωδή — ὀδωδή, ἡ (Α) οσμή, μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον παρακμ. ὄδωδα τού ὄζω* (πρβλ. ὄπωπα: ὀπωπή)] …   Dictionary of Greek

  • οκωχή — ὀκωχή, ἡ (Α) (αντί ὄχή*) στήριγμα, υποστήριξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από ὀχή* με αναδιπλασιασμό (πρβλ. οδωδή, οπωπή)] …   Dictionary of Greek

  • ὀπωπάν — ὀπωπά̱ν , ὀπωπή a sight fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”